ἀθάλασσος

ἀθάλασσος
ἀθᾰλασσ-ος, [dialect] Att. [suff] ἀθᾰλα-ττος, ον,
A without sea, far from it, inland, Men.462.9.
2 = ἀθαλάσσωτος, βασιλεύς Max.Tyr.1.3;

ἔμπορος Secund.Sent.16

.
II not mixed with sea-water,

οἶνος Damocr.

ap. Gal.14.134, Zopyr. ap. Orib.14.61.1, cf. Sor.1.95.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αθάλασσος — ἀθάλασσος και ττος, ον (Α) [θάλασσα] ο δίχως θάλασσα, αυτός που βρίσκεται μακριά από αυτήν, μεσόγειος …   Dictionary of Greek

  • ἀθάλασσος — without sea masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθάλασσος — η, ο αυτός που βρίσκεται μακριά από τη θάλασσα: Η Ελβετία είναι χώρα αθάλασση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθάλασσον — ἀθάλασσος without sea masc/fem acc sg ἀθάλασσος without sea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθάλαττος — ἀθάλασσος , ἀθάλασσος without sea masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαλάσσοις — ἀθάλασσος without sea masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαλάσσου — ἀθάλασσος without sea masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαλάσσῳ — ἀθάλασσος without sea masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθάλασσοι — ἀθάλασσος without sea masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαλάττους — ἀθαλάσσους , ἀθάλασσος without sea masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθάλαττοι — ἀθάλασσοι , ἀθάλασσος without sea masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”